- αριφραδεως
- ἀριφραδέωςἀρι-φρᾰδέωςсовершенно ясно
(ἀγορεύειν Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀγορεύειν Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀριφραδέως — ἀριφραδής clear adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριφραδής — ἀριφραδής ( οῡς), ές (Α) Ι. 1. ο ολοφάνερος, ο ευδιάκριτος 2. ο φωτεινός 3. ο πολύ συνετός, ο σοφός II. επίρρ. ἀριφραδέως σαφέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + φραδής < φράζω «κάνω φανερό, δηλώνω»] … Dictionary of Greek